Τα αποτελέσματα των φαρμακογενετικών ελέγχων μπορούν να αναδειχθούν σε σημαντικό εργαλείο των ιατρών, καθώς βασιζόμενοι στην υπάρχουσα γνώση όσον αφορά ένα δεδομένο φαρμακογενετικό προφίλ, μπορούν να «προβλέψουν» την απόκριση του ασθενούς σε συγκεκριμένα φάρμακα και να τροποποιήσουν ανάλογα τη φαρμακευτική αγωγή των ασθενών τους.
Ενδεικτική της σημασίας των φαρμακογενετικών ελέγχων είναι η δημιουργία του Genomics Group που λειτουργεί στο Γραφείο Κλινικής Φαρμακολογίας (Office of Clinical Pharmacology) του FDA, με όραμα την προώθηση της εφαρμογή της Γονιδιωματικής για τα οφέλη των ασθενών και της κοινωνίας και αποστολή την αναγνώριση της Γονιδιωματικής ως αναπόσπαστο στοιχείο της ανακάλυψης, της ανάπτυξης, της ρύθμισης και της ορθολογικότερης χρήσης των φαρμάκων.
Την τελευταία δεκαετία αυξάνονται, όλο και περισσότερο, οι δημοσιεύσεις επιστημονικών εργασιών, ερευνών και ανασκοπήσεων, στις βάσεις δεδομένων. Για παράδειγμα, στη βάση PubMed, με μόνη λέξη-κλειδί τη «pharmacogenomics”, το 2000 υπάρχουν 549 δημοσιεύσεις, ενώ το 2012 ο αριθμός έχει τετραπλασιαστεί (1978 δημοσιεύσεις).
Ένας κύριος λόγος του ενδιαφέροντος της επιστημονικής κοινότητας για τους φαρμακογενετικούς ελέγχους είναι η χρήση εξατομικευμένης θεραπείας προς αποφυγή ανεπιθύμητων δράσεων. Σε πρόσφατα δημοσιευμένη εργασία των Schildcrout και συν. (ClinPharmacolTher. 2012 Aug;92(2):235-42. doi: 10.1038/clpt.2012.66.) εκτιμήθηκε ότι, σε διάστημα 5 ετών, το 64.8% των ατόμων που περιέλαβαν στην έρευνά τους, εκτέθηκαν σε τουλάχιστον ένα φάρμακο με διαπιστευμένη φαρμακογενετική συσχέτιση. Χρησιμοποιώντας προηγούμενα δημοσιευμένα αποτελέσματα, οι ίδιοι συγγραφείς εκτιμούν ότι 383 περιπτώσεις από τις παραπάνω, που παρουσίασαν ανεπιθύμητες δράσεις μετά από φαρμακευτική αγωγή, θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί με φαρμακογενετικό έλεγχο.
Παράλληλα, το FDA θεωρεί ότι η φαρμακογενετική μπορεί να έχει ένα σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό των ανταποκρινόμενων και μη ανταποκρινόμενων στη φαρμακευτική αγωγή, στην αποφυγή ανεπιθύμητων δράσεων και στη βελτιστοποίηση της δράσης των φαρμάκων. Γι’ αυτό το λόγο, σε πολλές περιπτώσεις ενθαρρύνει τις εταιρείες να υποβάλουν φαρμακογενετικά στοιχεία μαζί με τις νέες φαρμακευτικές εφαρμογές.
Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φαρμάκων (European Medicines Agency-EMA) έχει ήδη αποφανθεί ότι η φαρμακογενετική πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανάπτυξης φαρμάκων, από τα πρώτα κιόλας στάδια της διαδικασίας, με στόχο την επίτευξη σαφών οδηγιών συνταγογράφησης και δοσολογίας για την αποτελεσματική και ασφαλή θεραπεία σε γενετικούς υποπληθυσμούς.