Φαρμακογενετικός
έλεγχος

Αντιπηκτικά


Acenocoumarol
Clopidogrel
Phenprocoumon
R-warfarin  
S-warfarin
  

Στατίνες


Atorvastatin
Pravastatin
Simvastatin

Αντιυπερτασικά


Carvedilol
Metoprolol
Propanolol

Αντιαρρυθμικά


Flecainide
Propafenone

Αντιψυχωσικά


Aripiprazole
Clozapine
Flupenthixol
Haloperidol
Olanzapine
Perphenazine
Risperidone
Thioridazine
Zuclopenthixol
 

Αντικαταθλιπτικά


Amitriptyline
Citalopram
Clomipramine 
Doxepin 
Duloxetine 
Escitalopram 
Fluoxetine 
Fluvoxamine 
Imipramine 
Mirtazapine 
Moclobemide 
Nefazodone 
Nortriptyline 
Paroxetine 
Protroptyline 
Sertraline 
Venlafaxine
 

Ηρεμιστικά


Clobazam
Diazepam

Αντιεπιληπτικά


Phenytoin
Carbamazepine

Αντιδιαβητικά


Glibenclamide
Gliclazide
Glimepiride
Tolbutamide


Αναστολείς αντλίας πρωτονίων

Esomeprazole
Lansoprazole
Omeprazole
Pantoprazole
Rabeprazole 
 

ΜΣΑΦ


Celecoxib
Flurbiprofen

Λοιπά


Atomoxetine
Carisoprodol
Codeine
Desloratadine
Oxycodone
Terbinafine
Tramadol
Voriconazole
Tamoxifen
Interferones
Abacavir
Hormonal contraceptives
Azathioprin

Alysos PGx

Το ALYSOS PGx προσφέρει φαρμακογενετικό έλεγχο για τις δραστικές ουσίες που περιλαμβάνονται στον παρακάτω πίνακα, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του CPIC (Clinical Pharmacogenetics Implementation Consortium) (http://www.pharmgkb.org),
του FDA (
Table of Pharmacogenomic Biomarkers in Drug Labels) και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Φαρμάκων (EMA - Pharmacogenomics).


Τα αποτελέσματα των φαρμακογενετικών ελέγχων μπορούν να αναδειχθούν σε σημαντικό εργαλείο των ιατρών, καθώς βασιζόμενοι στην υπάρχουσα γνώση όσον αφορά ένα δεδομένο φαρμακογενετικό προφίλ, μπορούν να «προβλέψουν» την απόκριση του ασθενούς σε συγκεκριμένα φάρμακα και να τροποποιήσουν ανάλογα  τη φαρμακευτική αγωγή των ασθενών τους.

Ενδεικτική της σημασίας των φαρμακογενετικών ελέγχων είναι η δημιουργία του Genomics Group που λειτουργεί στο Γραφείο Κλινικής Φαρμακολογίας (Office of Clinical Pharmacology) του FDA, με όραμα την προώθηση της εφαρμογή της Γονιδιωματικής για τα οφέλη των ασθενών και της κοινωνίας και αποστολή την αναγνώριση της Γονιδιωματικής ως αναπόσπαστο στοιχείο της ανακάλυψης, της ανάπτυξης, της ρύθμισης και της ορθολογικότερης χρήσης των φαρμάκων.

Την τελευταία δεκαετία αυξάνονται, όλο και περισσότερο, οι δημοσιεύσεις επιστημονικών εργασιών, ερευνών και ανασκοπήσεων, στις βάσεις δεδομένων. Για παράδειγμα, στη βάση PubMed, με μόνη λέξη-κλειδί τη «pharmacogenomics”, το 2000 υπάρχουν 549 δημοσιεύσεις, ενώ το 2012 ο αριθμός έχει τετραπλασιαστεί (1978 δημοσιεύσεις).

Ένας κύριος λόγος του ενδιαφέροντος της επιστημονικής κοινότητας για τους φαρμακογενετικούς ελέγχους είναι η χρήση εξατομικευμένης θεραπείας προς αποφυγή ανεπιθύμητων δράσεων. Σε πρόσφατα δημοσιευμένη εργασία των Schildcrout και συν. (ClinPharmacolTher. 2012 Aug;92(2):235-42. doi: 10.1038/clpt.2012.66.) εκτιμήθηκε ότι, σε διάστημα 5 ετών, το 64.8% των ατόμων που περιέλαβαν στην έρευνά τους, εκτέθηκαν σε τουλάχιστον ένα φάρμακο με διαπιστευμένη φαρμακογενετική συσχέτιση. Χρησιμοποιώντας προηγούμενα δημοσιευμένα αποτελέσματα, οι ίδιοι συγγραφείς εκτιμούν ότι 383 περιπτώσεις από τις παραπάνω, που παρουσίασαν ανεπιθύμητες δράσεις μετά από φαρμακευτική αγωγή, θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί με φαρμακογενετικό έλεγχο.

Παράλληλα, το FDA θεωρεί  ότι η φαρμακογενετική μπορεί να έχει ένα σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό των ανταποκρινόμενων και μη ανταποκρινόμενων στη φαρμακευτική αγωγή, στην αποφυγή ανεπιθύμητων δράσεων και στη βελτιστοποίηση της δράσης των φαρμάκων. Γι’ αυτό το λόγο, σε πολλές περιπτώσεις ενθαρρύνει τις εταιρείες να υποβάλουν φαρμακογενετικά στοιχεία μαζί με τις νέες φαρμακευτικές εφαρμογές.

Η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φαρμάκων (European Medicines Agency-EMA) έχει ήδη αποφανθεί ότι η φαρμακογενετική πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανάπτυξης φαρμάκων, από τα πρώτα κιόλας στάδια της διαδικασίας, με στόχο την επίτευξη σαφών οδηγιών συνταγογράφησης και δοσολογίας για την αποτελεσματική και ασφαλή θεραπεία σε γενετικούς υποπληθυσμούς.